-то

-то
μόριο
1. (χρησιμοποιείται για υπογράμμιση της λ. στην πρόταση)• ακριβώς•

этого-то и хотел αυτό ακριβώς και ήθελα.

2. (αόριστο μόριο που μπαίνει μετά από τις αόριστες αντωνυμίες και επιρρήματα)•

кто-то κάποιος•

что-то κάτι (τι)•

когда-то κάποτε•

где-то κάπου.

3. (σημαίνει κάτι αόριστο, που αντικατασταίνει το συγκεκριμένο)•

когда? -то когда-то πότε; -то κάποτε•

какой? -то какой-то ποιος; -то κάποιος• (το ίδιο και με άλλες αόριστες αντωνυμίες).


Большой русско-греческий словарь. . 1987.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»